- επίουρος
- ἐπίουρος, ὁ (AM)μσν.πάσσαλοςαρχ.(με γεν. ή δοτ.) φύλακας, επιστάτης, επιμελητής (α. «ὑῶν ἐπίουρος», Ομ. Οδ.β. «ἐπίουρε βοῶν», Θεόκργ. «Μίνωα τέκε Κρήτῃ ἐπίουρον», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ουρος < *-ο -ορος (πρβλ. όρομαι «επιτηρώ, επιβλέπω», άλλος τ. αρχαϊκού ενεστώτα τού ρ. ορώ, -άω)].
Dictionary of Greek. 2013.