επίουρος

επίουρος
ἐπίουρος, ὁ (AM)
μσν.
πάσσαλος
αρχ.
(με γεν. ή δοτ.) φύλακας, επιστάτης, επιμελητής (α. «ὑῶν ἐπίουρος», Ομ. Οδ.
β. «ἐπίουρε βοῶν», Θεόκρ
γ. «Μίνωα τέκε Κρήτῃ ἐπίουρον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ουρος < *-ο -ορος (πρβλ. όρομαι «επιτηρώ, επιβλέπω», άλλος τ. αρχαϊκού ενεστώτα τού ρ. ορώ, -άω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίουρος — guardian masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιούροις — ἐπίουρος guardian masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιούρου — ἐπίουρος guardian masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιούρους — ἐπίουρος guardian masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιούρῳ — ἐπίουρος guardian masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίουρε — ἐπίουρος guardian masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίουροι — ἐπίουρος guardian masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίουρον — ἐπίουρος guardian masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιούριον — ἐπιούριον, τὸ (Α) (υποκορ. τού επίουρος) μικρός πάσσαλος …   Dictionary of Greek

  • οπίουρος — ὀπίουρος, ὁ (Α) (πρέπει να αναγν. ἐπίουρος) γόμφος, καρφί, πάσσαλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”